- πτόλεμος
- πτόλεμος, ὁ, [dialect] Ep. for πόλεμος (q.v.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πτόλεμος — ὁ, Α (επικ. τ.) βλ. πόλεμος … Dictionary of Greek
πτόλεμος — πόλεμος war masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασυπτόλεμος — θρασυπτόλεμος, ον (Α) τολμηρός στον πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ + πτόλεμος (< πτόλεμος), πρβλ. φιλο πτόλεμος, φυγο πτόλεμος] … Dictionary of Greek
μακροπτόλεμος — μακροπτόλεμος, ον (Α) (κατά μεταφορά τού ον. Τηλέμαχος) αυτός που πολεμά από μακριά, Τηλέμαχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + πτόλεμος (πρβλ. λιπο πτόλεμος, φυγο πτόλεμος)] … Dictionary of Greek
μενεπτόλεμος — μενεπτόλεμος, ον (Α) αυτός που δεν εγκαταλείπει τη θέση του στη μάχη, που υπομένει γενναία την επίθεση τών εχθρών, ο καρτερικός στον πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μενε (βλ. μένω) + πτόλεμος (πρβλ. φερε πτόλεμος, φυγο πτόλεμος)] … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
φερεπτόλεμος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που γίνεται αίτιος πολέμου, που επιφέρει πόλεμο, πολεμικός («φερεπτόλεμοι νῆες» πολεμικά πλοία, Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + πόλεμος / πτόλεμος (πρβλ. μενε πτόλεμος, φυγο… … Dictionary of Greek
pel-1, pelǝ-, plē- — pel 1, pelǝ , plē English meaning: full, to fill; to pour; town (?) Deutsche Übersetzung: “gießen, fließen, aufschũtten, fũllen, einfũllen”; also ‘schwimmen, fließen machen, fliegen, flattern” and ‘schũtteln, schwingen, zittern… … Proto-Indo-European etymological dictionary
Terpsimbrotos — is a type of linguistic compound (inflectional verbal compounds, German verbales Rektionskompositum ), on a par with the bahuvrihi and tatpurusha types. It is derived from a finite verbal phrase, the verbal inflection still visible at the… … Wikipedia
Неоптолем — (Neoptolemus, Νεοπτόλεμος). Сын Ахиллеса и Дейдамии, называемый также Пирром, т. е. “Белокурым”. Неоптолем сражался под Троей и был одним из героев, спрятавшихся в деревянном коне. Он убил Приама и дочь его Поликсену. При разделе добычи ему… … Энциклопедия мифологии
Neoptolemvs — NEOPTOLĔMVS, i, Gr. Νεοπτόλεμος, ου, ein Beynamen des Pyrrhus, des Sohns des Achilles. Hygin. Fab. 97. & Apollod. l. III. c. 12. §. 8. Er heißt von νέος, neu, und πτόλεμος für πόλεμος, der Krieg, so viel als ein neuer oder junger Soldat; und er… … Gründliches mythologisches Lexikon